συνεσκευασμένως

From LSJ
Revision as of 11:00, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεσκευασμένως Medium diacritics: συνεσκευασμένως Low diacritics: συνεσκευασμένως Capitals: ΣΥΝΕΣΚΕΥΑΣΜΕΝΩΣ
Transliteration A: syneskeuasménōs Transliteration B: syneskeuasmenōs Transliteration C: syneskevasmenos Beta Code: suneskeuasme/nws

English (LSJ)

Adv. A by joint preparation, v.l. in X.Oec.11.19.

Greek (Liddell-Scott)

συνεσκευασμένως: Ἐπίρρ., διὰ κοινῆς παρασκευῆς, ἑτοιμασίας, ἐν τῷ αὐτῷ χρόνῳ συνεσκευασμένως (διάφ. γραφ. -μένοις) χρῆσθαι τοῖς πρὸς τὴν ῥώμην παρασκευάσμασι Ξεν. Οἰκ. 11. 19.

French (Bailly abrégé)

adv.
collectivement, ensemble.
Étymologie: dérivé du part. pf. Pass. de συσκευάζω.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. με κοινή προετοιμασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συνεσκευασμένος του συσκευάζω.

Russian (Dvoretsky)

συνεσκευασμένως: вместе, совместно, сообща (χρῆσθαί τινι Xen. - v.l. συνεσκευασμένοις).