συοκτόνος

From LSJ
Revision as of 11:05, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῠοκτόνος Medium diacritics: συοκτόνος Low diacritics: συοκτόνος Capitals: ΣΥΟΚΤΟΝΟΣ
Transliteration A: syoktónos Transliteration B: syoktonos Transliteration C: syoktonos Beta Code: suokto/nos

English (LSJ)

ον, A slaying swine or boars, Call.Dian.216, Nonn. D.1.27.

Greek (Liddell-Scott)

συοκτόνος: -ον, ὁ φονεύων χοίρους ἢ κάπρους, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 216, Νόνν. Δ. 1. 27.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που φονεύει αγριόχοιρους ή χοίρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + -κτόνος (< κτείνω «φονεύω»), πρβλ. μηλο-κτόνος, χοιρο-κτόνος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σῠοκτόνος -ον [σῦς, κτείνω] zwijnendodend.