φαβοκτόνος
From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
English (LSJ)
ὁ, (φάψ) A dove killer, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1249] Tauben tödtend, Taubentödter, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
φᾰβοκτόνος: ὁ, (φὰψ) ὁ φονεύων περιστεράς, Ἡσύχ.· πρβλ. τὸ ἑπόμ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ὁ περιστεράς φονεύων».
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάψ, φαβός «άγριο περιστέρι» + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. ταυροκτόνος.