φιλοθύτης
εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)
English (LSJ)
[ῠ], ου, ὁ, A fond of sacrifices, Ar.V.82, Antipho 2.2.12, Plu.Rom.7, etc.; φ. περὶ τὸ θεῖον Thphr. Fr.152.
German (Pape)
[Seite 1280] ὁ, = Folgdm; Ar. Vesp. 82; Antiph. 2 β 12; Sp., wie Plut. Rom. 7.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοθύτης: [ῠ], -ου, ὁ, ὁ ἀγαπῶν τὰς θυσίας, Ἀριστοφ. Σφ. 82, Ἀντιφῶν 117. 34, Πλούτ., κλπ.· φ. περὶ τὸ θεῖον Θεόφρ. ἐν Στοβ. 40. 18· ― τὸ ὄργια φιλόθυτα, ἐν Αἰσχύλ. Θήβ. σ. 180, φαίνεται ὅτι σημαίνει ὄργια τελούμενα ὑπὸ ζηλωτῶν λατρευτῶν.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. φιλόθυτος.
Greek Monolingual
ὁ, Α
φιλόθυτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. φιλεῖ θύειν].
Greek Monotonic
φῐλοθύτης: [ῠ], -ου, ὁ,
I. αυτός που αγαπά τις θυσίες, σε Αριστοφ.
II. Παθ., ὄργια φιλόθυτα, τελετές που γίνονται από ενθουσιώδεις θιασώτες, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
φιλοθύτης: ου (ῠ) ὁ любящий приносить жертвы, охотник до жертвоприношений Arph., Plut.
Middle Liddell
φῐλοθῠ́της, ου, ὁ,
fond of sacrifices, Ar.