χειλάριον
From LSJ
ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)
English (LSJ)
[ᾰ], τό, Dim. of χεῖλος, A small lip, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1341] τό, dim. von χεῖλος, kleine Lippe (?).
Greek (Liddell-Scott)
χειλάριον: [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ χεῖλος, μικρὸν χεῖλος, Γλωσσ.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
υποκορ. μικρό χείλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖλος + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. βιβλι-άριον)].