ψευδόρκιος
From LSJ
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
English (LSJ)
ον, A perjured, forsworn, Hdt.1.165.
German (Pape)
[Seite 1395] = ψεύδορκος, falsch schwörend, meineidig, Her. 1, 165.
Greek (Liddell-Scott)
ψευδόρκιος: -ον, ψευδῶς ὁρκισθείς, ἐπίορκος, Ἡρόδ. 1. 165.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui fait un faux serment, qui se parjure.
Étymologie: ψευδής, ὅρκος.
Greek Monolingual
-ον, Α ψεύδορκος
αυτός που έδωσε ψεύτικο όρκο.
Greek Monotonic
ψευδόρκιος: -ον (ὅρκος), αυτός που ορκίζεται ψευδώς, επίορκος, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ψευδόρκιος: нарушивший клятву: ψευδόρκιοι γενόμενοι Her. нарушив данную клятву.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψευδόρκιος -ον [ψευδής, ὅρκος] meinedig.