βουλευτήριος

From LSJ
Revision as of 15:57, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο → health and brains are the two good things for life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουλευτήριος Medium diacritics: βουλευτήριος Low diacritics: βουλευτήριος Capitals: ΒΟΥΛΕΥΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: bouleutḗrios Transliteration B: bouleutērios Transliteration C: vouleftirios Beta Code: bouleuth/rios

English (LSJ)

ον, A giving advice, κακῶν τ' Ἀδράστῳ τῶνδε βουλευτήριον A.Th.575.

German (Pape)

[Seite 457] ον, berathend, ὁ, der Rathgeber, Aesch. Spt. 557.

Greek (Liddell-Scott)

βουλευτήριος: -ον, = βουλευτικὸς Ι. 2, ὁ παρέχων συμβουλήν, κακῶν τ’ Ἀδράστῳ τῶνδε βουλευτήριον Αἰσχύλ. Θήβ. 575.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
propre à donner un conseil, à conseiller.
Étymologie: βουλεύθω.

Greek Monolingual

βουλευτήριος, -ον (Α)
ο αρμόδιος ή κατάλληλος να παρέχει συμβουλές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βουλευτήρ (< βουλεύω) «βουλευτής» (Ησύχ.) ή < βουλευτής.

Greek Monotonic

βουλευτήριος: -ον (βουλεύω), συμβουλευτικός, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

βουλευτήριος:
1) дающий совет, советник (τινί τινος Aesch.);
2) (в Афинах) булевт, член Совета Пятисот Plat., Arst.

Middle Liddell

βουλεύω
advising, Aesch.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βουλευτήριος -ον βουλεύω raadgevend.