γλύφανος

From LSJ
Revision as of 09:35, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλύφᾰνος Medium diacritics: γλύφανος Low diacritics: γλύφανος Capitals: ΓΛΥΦΑΝΟΣ
Transliteration A: glýphanos Transliteration B: glyphanos Transliteration C: glyfanos Beta Code: glu/fanos

English (LSJ)

[ῠ], ὁ, (γλύφω) A tool for carving, knife, chisel, h.Merc.41, Theoc.1.28; γ. καλάμου pen-knife, AP6.63 (Damoch.).

Greek (Liddell-Scott)

γλύφᾰνος: ὁ, (γλύφω) ἐργαλεῖον γλυφῆς, σμίλη, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 41, Θεόκρ. 1. 28· γλ. καλάμου, κονδυλομάχαιρον, Ἀνθ. Π. 6. 63.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
ciseau, burin.
Étymologie: γλύφω.

Spanish (DGE)

(γλύφᾰνος) -ου, ὁ
• Prosodia: [-ῠ-]
cincel, buril, h.Merc.41, Theoc.1.28, EM 235.15G.
cortaplumas γ. καλάμου AP 6.63 (Damoch.).

Greek Monotonic

γλύφᾰνος: [ῠ], ὁ (γλύφω), εργαλείο γλυπτικής, μαχαίρι, σμίλη, σε Ομηρ. Ύμν., Θεόκρ.· γλύφανος καλάμου, κονδυλομάχαιρο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

γλύφᾰνος: ὁ или γλύφᾰνον (ῠ) τό HH, Theocr. = γλυπτήρ: γ. καλάμου Anth. перочинный нож.

Middle Liddell

γλύφω
a tool for carving, knife, chisel, Hhymn., Theocr.; γλ. καλάμου a pen-knife, Anth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γλύφανος -ου, ὁ γλύφω beitel, graveerstift.