δίστολος

From LSJ
Revision as of 15:05, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2, $3:")

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίστολος Medium diacritics: δίστολος Low diacritics: δίστολος Capitals: ΔΙΣΤΟΛΟΣ
Transliteration A: dístolos Transliteration B: distolos Transliteration C: distolos Beta Code: di/stolos

English (LSJ)

ον, A in pairs, two together, or simply, two, ἀδελφαί S.OC1055 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

δίστολος: -ον, ζευγαρωτός, ἀνὰ δύο ὁμοῦ, ἢ ἁπλῶς δύο, ἀδελφαὶ Σοφ. Ο. Κ. 1055 (ἔνθα ἴδε Elmsl.)· πρβλ. μονόστολος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui voyagent deux ensemble.
Étymologie: δίς, στέλλω.

Spanish (DGE)

-ον
que son una pareja, e.e. dos τὰς διστόλους ἀδμῆτας ἀδελφάς S.OC 1055.

Greek Monolingual

δίστολος, -ον (Α)
φρ. «ἀδελφαὶ δίστολοι» — οι δύο αδελφές μαζί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + -στολος < στόλος < στέλλω.

Greek Monotonic

δίστολος: -ον (στέλλω), ζευγαρωτός, αυτός που βρίσκεται ανά ζεύγη, ανά δύο, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

δίστολος: двоякий, парный: δίστολοι ἀδελφαί Soph. две или обе сестры.

Middle Liddell

adj στέλλω
in pairs, two together, Soph.