δυσάνωρ
From LSJ
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
English (LSJ)
[ᾱ] γάμος marriage A with a bad husband, A.Supp.1064.
German (Pape)
[Seite 676] γάμος, Aesch. Suppl. 1049, durch den Mann unglückliche Ehe.
Greek (Liddell-Scott)
δυσάνωρ: γάμος, γάμος μετὰ κακοῦ συζύγου, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1064. [ᾱ].
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ, ἡ)
γάμος δυσάνωρ mariage avec un mauvais époux.
Étymologie: δυσ-, ἀνήρ.
Spanish (DGE)
-ορος
• Prosodia: [-ᾱ-]
con un mal hombre γάμος A.Supp.1064.
Greek Monolingual
δυσάνωρ, ο (Α) φρ. «δυσάνωρ γάμος» — γάμος με κακό άντρα.
Russian (Dvoretsky)
δυσάνωρ: ορος (ᾱ) adj. ужасный из-за супруга: δ. γάμος Aesch. несчастное замужество.