θέλυμνα

From LSJ
Revision as of 15:25, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")

ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςlife is not worth living if you do not have at least one friend

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θέλυμνα Medium diacritics: θέλυμνα Low diacritics: θέλυμνα Capitals: ΘΕΛΥΜΝΑ
Transliteration A: thélymna Transliteration B: thelymna Transliteration C: thelymna Beta Code: qe/lumna

English (LSJ)

ων, τά,= θέμεθλα, A foundations or elements of things, θ. τε καὶ στερεωπά cj. for θελημνά, θελημά, Emp.21.6. (Cf. προθέλυμνος, τετραθέλυμνος.)

Greek (Liddell-Scott)

θέλυμνα: -ων, τά, = θέμεθλα, τὰ θεμέλια ἢ στοιχεῖα τῶν πραγμάτων, τὰ semina rerum τοῦ Λουκρητίου, Ἐμπεδ. 73, 139 Sturz· πρβλ. τὸ Ὁμηρ. προθέλυμνος, τετραθέλυμνος· ἐν τῷ πρώτῳ χωρίῳ ὁ Karsten ἀναγινώσκει ἐθελυμνά, ἐν δὲ τῷ δευτέρῳ ἐθελημά.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
fondements des choses.
Étymologie: R. Θε, poser ; cf. τίθημι.

Russian (Dvoretsky)

θέλυμνα: τά (лат. semina rerum Lucr.) основания, первоначала Emped.