θρυμματίς
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
English (LSJ)
ίδος, ἡ, A a sort of cake, Antiph.183.4, Philox.2.18, Luc. Lex.6.
German (Pape)
[Seite 1220] ίδος, ἡ, eine Art Kuchen, Poll. 6, 77; Philox. u. A. bei Ath. IV, 133 c 147 b; nach Phot. lex. Compot.
Greek (Liddell-Scott)
θρυμμᾰτίς: -ίδος, ἡ, εἶδος ζυμαρικοῦ, Ἀντιφάν. ἐν «Παρασίτῳ» 5, Φιλόξ. παρ’ Ἀθην. 147Β, «θρυματίς· σκεύασμα διὰ στέατος καὶ σεμιδάλεως καὶ συκαλίδων» Φωτίου Λεξ.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
sorte de compote.
Étymologie: θρύπτω.
Greek Monolingual
θρυμματίς, -ίδος, ἡ (Α) θρύμμα
είδος πλακούντα με λίπος, σιμιγδάλι και σύκα.
Russian (Dvoretsky)
θρυμμᾰτίς: ίδος ἡ тримматида (сладкое кушанье: пирожное или компот) Luc.