θυρετρικός
From LSJ
ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it
English (LSJ)
ή, όν, A belonging to a door-frame, πῆγμα BCH1.82 (Chios).
Greek (Liddell-Scott)
θυρετρικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς θύρετρον, πῆγμα Ἐπιγρ. Χίου ἐν Bull. de corr. hell. I. σ. 82.
Greek Monolingual
θυρετρικός, -ή, -όν (Α) θύρετρον
αυτός που ανήκει σε θύρετρον.