κάλλυσμα
From LSJ
Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar
English (LSJ)
ατος, τό, A sweeping, in plural, IG12(5).593A22 (Ceos), prob. in Thphr.Char.10.6, cf. Hsch. s.v. σάρματα.
German (Pape)
[Seite 1312] τό, das Ausgefegte, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
κάλλυσμα: τό, σάρωμα, Ἡσύχ. ἐν λέξ. σάρματα· μηδὲ τὰ καλύσματα φέρειν ἐπὶ τὰ σήματα Inscr. Gr. Ant. ἔκδ. Η. Roehl 1882.
Greek Monolingual
κάλλυσμα, τὸ (Α) καλλύνω
αυτό που αποβάλλεται μετά τον καθαρισμό, το σκουπίδι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάλλυσμα -ατος, τό [καλλύνω] afval:. διφᾶν τὰ καλλύσματα het afval doorzoeken Thphr. Ch. 10.6.