καλλίπωλος

From LSJ
Revision as of 13:02, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλῐπωλος Medium diacritics: καλλίπωλος Low diacritics: καλλίπωλος Capitals: ΚΑΛΛΙΠΩΛΟΣ
Transliteration A: kallípōlos Transliteration B: kallipōlos Transliteration C: kallipolos Beta Code: kalli/pwlos

English (LSJ)

ον, A with beautiful steeds, Pi.O.14.1.

German (Pape)

[Seite 1310] mit schönen Rossen, ἕδρα Pind. Ol. 14, 2.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίπωλος: -ον, ἔχων ὡραίους πώλους, Πίνδ. Ο. 14. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux beaux poulains.
Étymologie: καλός, πῶλος.

English (Slater)

καλλῐπωλος, -ον
   1 with fine horses ναίετε καλλίπωλον ἕδραν, Χάριτες Orchomenos (O. 14.2)

Greek Monolingual

καλλίπωλος, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραίους ίππους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -πωλος (< πῶλος «πουλάρι»), πρβλ. κλυτό-πωλος, ταχύ-πωλος].

Greek Monotonic

καλλίπωλος: -ον, αυτός που έχει όμορφα άλογα ιππασίας, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

καλλίπωλος: славящийся красивыми жеребцами (ἕδρα, sc. Ὀρχομενός Pind.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλίπωλος -ον [καλός, πῶλος] met mooie veulens.

Middle Liddell

καλλί-πωλος, ον
with beautiful steeds, Pind.