κατακάρφω

From LSJ
Revision as of 10:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακάρφω Medium diacritics: κατακάρφω Low diacritics: κατακάρφω Capitals: ΚΑΤΑΚΑΡΦΩ
Transliteration A: katakárphō Transliteration B: katakarphō Transliteration C: katakarfo Beta Code: kataka/rfw

English (LSJ)

fut. -κάρψω, A parch up, Hsch.:—Pass., wither, fall into the sere, A.Ag.80 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1352] einschrumpfen lassen, pass. vertrocknen, φυλλάδος ἤδη κατακαρφομένης Aesch. Ag. 80.

Greek (Liddell-Scott)

κατακάρφω: (ἴδε κάρφω), ποιῶ τι ὡς κάρφος, μαραίνωξηραίνω ἐντελῶς, ἀφανίζω, Ἡσύχ. - Παθ., ξηραίνομαι, πίπτω κάτω ξηρός, φυλλάδος κατακαρφομένης Αἰσχύλ. Ἀγ. 80.

French (Bailly abrégé)

dessécher entièrement.
Étymologie: κατά, κάρφω.

Greek Monolingual

κατακάρφω (Α)
ξηραίνω, μαραίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κάρφω «αποξηραίνω»].