καταστοχασμός

From LSJ
Revision as of 10:45, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταστοχασμός Medium diacritics: καταστοχασμός Low diacritics: καταστοχασμός Capitals: ΚΑΤΑΣΤΟΧΑΣΜΟΣ
Transliteration A: katastochasmós Transliteration B: katastochasmos Transliteration C: katastochasmos Beta Code: katastoxasmo/s

English (LSJ)

ὁ, A conjecture, D.S.1.37.

Greek (Liddell-Scott)

καταστοχασμός: ὁ, εἰκασία, ἐπίτευξις, εἰς ὑπόνοιαν καὶ κ. πιθανὸν Διόδ. 1. 37.

Greek Monolingual

καταστοχασμός, ὁ (Α) καταστοχάζω
υπόνοια, εικασία, συμπέρασμα.

Russian (Dvoretsky)

καταστοχασμός:предположение, догадка (ὑπόνοια καί κ. Diod.).