κατεδαφίζω
From LSJ
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
English (LSJ)
A dash to earth, Suid.:—Pass., Sch.E.Hec.21.
German (Pape)
[Seite 1393] zu Boden werfen, dem Erdboden gleich machen, τί, Suid., Ios.
Greek (Liddell-Scott)
κατεδᾰφίζω: καταρρίπτω εἰς ἔδαφος, εἰς τὴν γῆν, κατακρημνίζω, τι Ἰωσήπ. Γένεσ. 10Α.
Greek Monolingual
(AM κατεδαφίζω)
1. ρίχνω κάτι στο έδαφος, γκρεμίζω, κάνω κατεδάφιση, χαλώ («κατεδάφισαν το παλιό σπίτι τους»)
2. μτφ. καταστρέφω, δεν αφήνω τίποτε όρθιο, στη θέση του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐδαφίζω «ισοπεδώνω»].