κατεδαφίζω

From LSJ
Revision as of 11:20, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατεδᾰφίζω Medium diacritics: κατεδαφίζω Low diacritics: κατεδαφίζω Capitals: ΚΑΤΕΔΑΦΙΖΩ
Transliteration A: katedaphízō Transliteration B: katedaphizō Transliteration C: katedafizo Beta Code: katedafi/zw

English (LSJ)

A dash to earth, Suid.:—Pass., Sch.E.Hec.21.

German (Pape)

[Seite 1393] zu Boden werfen, dem Erdboden gleich machen, τί, Suid., Ios.

Greek (Liddell-Scott)

κατεδᾰφίζω: καταρρίπτω εἰς ἔδαφος, εἰς τὴν γῆν, κατακρημνίζω, τι Ἰωσήπ. Γένεσ. 10Α.

Greek Monolingual

(AM κατεδαφίζω)
1. ρίχνω κάτι στο έδαφος, γκρεμίζω, κάνω κατεδάφιση, χαλώ («κατεδάφισαν το παλιό σπίτι τους»)
2. μτφ. καταστρέφω, δεν αφήνω τίποτε όρθιο, στη θέση του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐδαφίζω «ισοπεδώνω»].