κεκοσμημένως

From LSJ
Revision as of 11:40, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεκοσμημένως Medium diacritics: κεκοσμημένως Low diacritics: κεκοσμημένως Capitals: ΚΕΚΟΣΜΗΜΕΝΩΣ
Transliteration A: kekosmēménōs Transliteration B: kekosmēmenōs Transliteration C: kekosmimenos Beta Code: kekosmhme/nws

English (LSJ)

Adv., (κοσμέω) A modestly, Ael.NA2.11, Philostr. VA7.42, Jul.Mis.344d.

Greek (Liddell-Scott)

κεκοσμημένως: Ἐπίρρ. (κοσμέω) μετὰ κόσμου, τάξεως, κεκ. καὶ σωφρόνως Αἰλ. π. Ζ. 2. 11.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec mesure.
Étymologie: κεκοσμημένος, pf. Pass. de κοσμέω.

Greek Monolingual

κεκοσμημένως (Α)
επίρρ. κόσμια, με τάξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεκοσμημένος, μτχ. παθ. παρακμ. του κοσμῶ «τακτοποιώ, κανονίζω»].