κλυτόπαις
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, ἡ, gen. παιδος, A famous for one's children, ib.9.262 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 1457] παιδος, berühmt durch Kinder, Philp. 66 (IX, 262).
Greek (Liddell-Scott)
κλῠτόπαις: ὁ, ἡ, ἔχων περίφημα τέκνα, Ἀνθ. Π. 9. 262.
French (Bailly abrégé)
παιδος (ὁ, ἡ)
illustre par ses enfants.
Étymologie: κλυτός, παῖς.
Greek Monolingual
κλυτόπαις, -αιδος ο, η (AM)
1. αυτός που έχει ξακουστά παιδιά
2. διάσημος για τα παιδιά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + παῖς (πρβλ. αρρενόπαις, ουρανόπαις)].
Greek Monotonic
κλῠτόπαις: ὁ, ἡ, αυτός που έχει διάσημα παιδιά, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κλυτόπαις: παιδος adj. славный своими детьми Anth.
Middle Liddell
κλῠτό-παις,
with famous children, Anth.