κοιλιόδεσμος

From LSJ
Revision as of 18:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοιλιόδεσμος Medium diacritics: κοιλιόδεσμος Low diacritics: κοιλιόδεσμος Capitals: ΚΟΙΛΙΟΔΕΣΜΟΣ
Transliteration A: koiliódesmos Transliteration B: koiliodesmos Transliteration C: koiliodesmos Beta Code: koilio/desmos

English (LSJ)

ὁ, A bellyband, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1466] ὁ, Bauchbinde, -gurt.

Greek (Liddell-Scott)

κοιλιόδεσμος: ὁ, δεσμὸς τῆς κοιλίας, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο (Α κοιλιόδεσμος)
ζώνη της κοιλιάς, ζωστήρας για περίσφιγξη ή συγκράτηση της κοιλιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + δεσμός (πρβλ. καρπόδεσμος, κεφαλόδεσμος)].