κοιλιόδεσμος
From LSJ
ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?
English (LSJ)
ὁ, A bellyband, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1466] ὁ, Bauchbinde, -gurt.
Greek (Liddell-Scott)
κοιλιόδεσμος: ὁ, δεσμὸς τῆς κοιλίας, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ο (Α κοιλιόδεσμος)
ζώνη της κοιλιάς, ζωστήρας για περίσφιγξη ή συγκράτηση της κοιλιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + δεσμός (πρβλ. καρπόδεσμος, κεφαλόδεσμος)].