κώταλις
From LSJ
ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.
English (LSJ)
ἡ, A ladle, stirrer, gloss on λάκτιν, EM555.18 (σκυτάλην codd.), Suid., Eust.1675.56.
German (Pape)
[Seite 1547] ἡ, = λάκτις, VLL., Stoßkeule, mit κόπτω zusammenhangend.
Greek (Liddell-Scott)
κώτᾰλις: ἡ, ὕπερον, «γουδοχέρι», Σουΐδ. Εὐστ. 1675· 57· ὡσαύτως = κώπη, σκυτάλη, Ἡσύχ. (Ἴσως ἐκ τοῦ κόπτω).