λαμπαδάρχης

From LSJ
Revision as of 12:54, 16 May 2021 by Spiros (talk | contribs)

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαμπᾰδάρχης Medium diacritics: λαμπαδάρχης Low diacritics: λαμπαδάρχης Capitals: ΛΑΜΠΑΔΑΡΧΗΣ
Transliteration A: lampadárchēs Transliteration B: lampadarchēs Transliteration C: lampadarchis Beta Code: lampada/rxhs

English (LSJ)

ου, ὁ, A holder of the office of λαμπαδαρχία, JHS7.150 (Samos), CIG (add.) 3886 (Eumenia):— also λαμπᾰδάρχ-αρχος, IG12(5).176 ii (Paros), 11(2).203 A65 (Delos, iii B. C.), AJA19.446 (Opunt.Locr., iii B. C.).

Greek Monolingual

λαμπαδάρχης και λαμπάδαρχος, ό, θηλ. λαμπαδάρχισσα (Α)
αυτός που είχε το αξίωμα της λαμπαδαρχίας, επόπτης και χορηγός λαμπαδηδρομιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπάς, -άδος + -άρχης / -αρχος].