μεγαλαύχην
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
ενος, ὁ, ἡ, A with large neck, Olymp.Hist.p.459 D., Apollon.Lex. s.v. ἐριαύχενας, Hsch. s.v. ἐρισφάραγος.
German (Pape)
[Seite 105] ενος, mit großem Nacken, Phot. bibl. 59, b, 6; auch = μεγαλαυχής (?).
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλαύχην: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μέγαν αὐχένα, Ὀλυμπιόδ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 59. 6.
Greek Monolingual
μεγαλαύχην, -ενος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει μεγάλο αυχένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + αὐχήν (πρβλ. δολιχαύχην, μακραύχην)].