μεσοδάκτυλος
From LSJ
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
English (LSJ)
ὁ, A middle phalanx of a finger, Cat.Cod.Astr. 7.238.
German (Pape)
[Seite 138] zwischen den Fingern oder den Zehen, Diosc. u. a. Sp.
Greek Monolingual
μεσοδάκτυλος, ὁ (Α)
η μεσαία φάλαγγα ενός δακτύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + δάκτυλος.