μυροφόρος
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
English (LSJ)
ον, A bearing unguents, Poll.10.119.
German (Pape)
[Seite 221] wohlriechende Salben bringend, tragend, enthaltend, Poll. 7, 177.
Greek (Liddell-Scott)
μῠροφόρος: -ον, ὁ φέρων μύρα, Πολυδ. Ι΄, 119, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
-ο, θηλ. και -α (ΑΜ μυροφόρος, -ον)
1. αυτός που μεταφέρει μύρο ή που παράγει ή εμπεριέχει μύρο, ευώδης, μυροβόλος
2. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ Μυροφόροι και οι Μυροφόρες
εκκλ. οι ευλαβείς γυναίκες της Γαλιλαίας, μαθήτριες του Χριστού, οι οποίες μετά την ταφή του πήγαν να αλείψουν το σώμα του με μύρα και άκουσαν πρώτες από τον άγγελο το μήνυμα της Ανάστασης
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η μυροφόρα
βοτ. κοινή ονομασία φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + -φόρος (< φέρω)].