μόρμορος
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
Full diacritics: μόρμορος | Medium diacritics: μόρμορος | Low diacritics: μόρμορος | Capitals: ΜΟΡΜΟΡΟΣ |
Transliteration A: mórmoros | Transliteration B: mormoros | Transliteration C: mormoros | Beta Code: mo/rmoros |
φόβος, Hsch.; cf. μέρμερος. μορμορύζω, A = μορμολύττομαι, Phot.
[Seite 207] erkl. Hesych. durch φόβος.
ου (ὁ) :
peur.
Étymologie: cf. μέρμερος.
μόρμορος (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «φόβος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μορμώ (πρβλ. μορμολύττομαι)].