ἐνθάδιος

From LSJ
Revision as of 08:15, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνθάδιος Medium diacritics: ἐνθάδιος Low diacritics: ενθάδιος Capitals: ΕΝΘΑΔΙΟΣ
Transliteration A: enthádios Transliteration B: enthadios Transliteration C: enthadios Beta Code: e)nqa/dios

English (LSJ)

[ᾰ], α, ον, A = ἐντόπιος, Hsch.: σεῦτλον ἐ. Gp.12.1.3.

German (Pape)

[Seite 841] der Hiesige, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνθάδιος: -α, -ον, ἐντόπιος, ἐγχώριος, Κ. Πορφ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 473, πρβλ. Ἡσύχ.

Spanish (DGE)

-α, -ον
local, propio del lugar σπείρεται σεῦτλον ἐνθάδιον Gp.12.1.3, cf. Hsch.

Greek Monolingual

ἐνθάδιος, -ία, -ον (Μ) ενθάδε
1. εγχώριος, ντόπιος
2. σχετικός με συγκεκριμένο μέρος
3. το ουδ. ως ουσ. το ἐνθάδιον
ιδιοκτησία, περιουσία.