ἐνθεματίζω

Revision as of 08:20, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A engraft, Gp.10.23.4.

German (Pape)

[Seite 841] einsetzen, pfropfen, Geop.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνθεματίζω: ἐγκεντρίζω, Γεωπ. 10. 23, 4. Ἴδε σημ. ἐκδότου ἐν τόπῳ. Πρβλ. Ἐπιφάν. ΙΙ. 569Α.

Spanish (DGE)

1 bot. injertar τὰ τοιαῦτα (γένη) Gp.10.23.4, εἰ δέ τις τὰ ἀππίδια ἐνθεματίσει εἰς συκάμινον Gp.10.76.2, en v. pas. Gp.10.76.1.
2 introducir, aplicar κολλύρας τρεῖς Afric.Cest.1.12.19 (cód.), ταύτην (sc. ψηφῖδα) εἰς γῆν Epiph.Const.Haer.76.26.12.

Greek Monolingual

ἐνθεματίζω)
ενοφθαλμίζω, εγκεντρίζω, μπολιάζω
νεοελλ.
συμπληρώνω ξύλο ή αντικαθιστώ φθαρμένο μέρος του με προσθήκη, ματίζω, τσοντάρω
αρχ.
βάζω κάτι μέσα ή πάνω σε κάτι άλλο, αποθέτω, εμβάλλω.