ἔκπραξις
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
εως, ἡ, A exaction, IG12.6.30; δανείων D.S.1.79:—Dor. ἔσπραξις Foed.Delph. Pell.2B16.
German (Pape)
[Seite 776] ἡ, das Eintreiben, τῶν δανείων, D. Sic. 1, 79.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκπραξις: -εως, ἡ εἴσπραξις, τὴν ἔκπραξιν τῶν δανείων Διόδ. 1. 79.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Alolema(s): dór. ἔσπ- FD 1.486.2B.16 (III a.C.)
• Grafía: graf. -χσις IG 13.6A.30 (V a.C.)
1 recaudación de rentas, impuestos o multas IG l.c., FD l.c., SEG 34.1238.51 (Eólide III/II a.C.), cf. BGU 747.1.18 (II d.C.), ἡ ἔ. τῶν δανείων D.S.1.79, τῶν φόρων BGU 486.7 (II d.C.), trad. de lat. exactio, IGLS 718.68 (I a.C.).
2 jur., prob. trad. de lat. petitio, reclamación, petición, SEG 46.1088.7.6 (Cos I a.C.).
3 castigo τῶν ἁμαρτημάτων Eus.Is.63.2-3.
Greek Monolingual
ἔκπραξις, η (Α)
η είσπραξη φόρων.
Russian (Dvoretsky)
ἔκπραξις: εως ἡ взимание, сбор (τῶν δανείων ἐκ τῆς οὐσίας Diod.).