ἀνατροχάζω

From LSJ
Revision as of 18:35, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνατροχάζω Medium diacritics: ἀνατροχάζω Low diacritics: ανατροχάζω Capitals: ΑΝΑΤΡΟΧΑΖΩ
Transliteration A: anatrocházō Transliteration B: anatrochazō Transliteration C: anatrochazo Beta Code: a)natroxa/zw

English (LSJ)

A = ἀνατρέχω, κοχλιοειδῶς Ph.Byz.Mir.1.4.

German (Pape)

[Seite 212] und ἀνατροχάω, Sp., für ἀνατρέχω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνατροχάζω: τύπος μεταγεν. τοῦ ἀνατρέχω, Φίλων Βυζ. περὶ τῶν ἑπτὰ θαυμάτων 1.

Spanish (DGE)

recorrer Ph.Byz.Mir.1.4.

Greek Monolingual

ἀνατροχάζω)
(για πυροβόλα) μετακινούμαι προς τα πίσω κατά την εκπυρσοκρότηση, οπισθοδρομώ
αρχ.
τρέχω προς τα επάνω ή προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + τροχάζωτρέχω») < τροχός.
ΠΑΡ. ανατροχασμός].