ἀνθρωποδαίμων

From LSJ
Revision as of 19:05, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθρωποδαίμων Medium diacritics: ἀνθρωποδαίμων Low diacritics: ανθρωποδαίμων Capitals: ΑΝΘΡΩΠΟΔΑΙΜΩΝ
Transliteration A: anthrōpodaímōn Transliteration B: anthrōpodaimōn Transliteration C: anthropodaimon Beta Code: a)nqrwpodai/mwn

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ, A man-god, i.e. deified man, E.Rh.971; semi-devil, Procop. Arc.12.

German (Pape)

[Seite 234] ονος, ὁ, ein Mensch gewesener Gott, Eur. Rhes. 971. Bei Sp. böse Geister in Menschengestalt.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρωποδαίμων: -ονος, ὁ, ἡ, ὡς τὸ ἥρως, ἄνθρωπος καὶ θεός, ὅ ἐ. ἀποθεωθεὶς ἄνθρωπος, Εὐρ. Ρῆσ. 971. ― παρὰ μεταγ. δαίμων ἀνθρώπου μορφὴν λαβών, ἀνθρωπόμορφον πονηρὸν πνεῦμα, Προκόπ.

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ) :
homme devenu dieu.
Étymologie: ἄνθρωπος, δαίμων.

Spanish (DGE)

-ονος, ὁ, ἡ
hombre-dios e.d. venerado como dios, de Reso, E.Rh.971
ser humano diabólico Procop.Arc.12.14.

Greek Monolingual

ο, η (AM ἀνθρωποδαίμων)
μσν.- νεοελλ.
αυτός που είναι κατά το μισό δαίμονας, διάβολος
αρχ.
άνθρωπος και θεός, ήρωας, άνθρωπος που έχει αποθεωθεί.

Greek Monotonic

ἀνθρωποδαίμων: -ονος, ὁ, ἡ, άνθρωπος και θεός, δηλ. θεοποιημένος άνθρωπος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθρωποδαίμων: ονος ὁ человекобог, человек, ставший божеством Eur.

Middle Liddell

a man-god, i. e. a deified man, Eur.

English (Woodhouse)

deified mortal

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)