ἀνείσακτος

From LSJ
Revision as of 18:45, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably

Sophocles, Antigone, 1031-2
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνείσακτος Medium diacritics: ἀνείσακτος Low diacritics: ανείσακτος Capitals: ΑΝΕΙΣΑΚΤΟΣ
Transliteration A: aneísaktos Transliteration B: aneisaktos Transliteration C: aneisaktos Beta Code: a)nei/saktos

English (LSJ)

ον, A not initiated, = ἀμύητος, Iamb.VP17.75; applied by Stoics to their opponents, Stoic.2.250.

German (Pape)

[Seite 220] nicht eingeführt, nicht eingeweiht, Iambl., neben ἀμύητος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνείσακτος: -ον, ὁ μὴ εἰσαχθεὶς εἰς τὰ μυστήρια, ἀμύητος Ἰαμβλ. βίος Πυθάγ. 17, κτλ.

Spanish (DGE)

-ον
no iniciado en la medic., Gal.13.563, en diversas escuelas fil., Chrysipp.Stoic.2.250, Iambl.VP 75.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνείσακτος, -ον)
νεοελλ.
εμπόρευμα του οποίου δεν έγινε εισαγωγή από το εξωτερικό ή για το οποίο δεν δόθηκε άδεια εισαγωγής
αρχ.
ο αμύητος.