ἀνορεξία

From LSJ
Revision as of 10:35, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνορεξία Medium diacritics: ἀνορεξία Low diacritics: ανορεξία Capitals: ΑΝΟΡΕΞΙΑ
Transliteration A: anorexía Transliteration B: anorexia Transliteration C: anoreksia Beta Code: a)noreci/a

English (LSJ)

ἡ, A want of desire or appetite, Ti.Locr.102e, Aret.CA2.3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνορεξία: ἡ, ἔλλειψις ὀρέξεως, Τίμ. Λοκρ. 102Ε, Ἀρετ. Ὀξ. Νουσ. Θεραπ. 2. 3.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
falta de apetito Ti.Locr.102e, Aret.CA 2.3.9, Pall.H.Mon.8.15.

Greek Monolingual

και ανορεξιά, η (Α ἀνορεξία)
επίμονη έλλειψη όρεξης που δεν προκαλείται από χορτασμό
νεοελλ.
1. έλλειψη προθυμίας ή ευεξίας, ακεφιά
2. «νευρική ανορεξία» — συγκινησιακή ή ψυχολογική αποστροφή προς τις τροφές και το φαγητό που οδηγεί σε υπερβολική απίσχνανση.

Russian (Dvoretsky)

ἀνορεξία:отсутствие влечений Plat.