ἁπαλόφρων
ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues
English (LSJ)
ον, gen. ονος, A softhearted, AP7.403 (Marc.Arg.).
German (Pape)
[Seite 277] zartsinnig, unschuldig, κόρη M. Arg. 32 (VII, 403); Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
ἁπᾰλόφρων: -ον, ὁ ἔχων ἁπαλά, τρυφερὰ αἰσθήματα, ἤπιος, Ἀνθ. Π. 7. 403, Κλήμ. Ἀλ. 108.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
au cœur délicat.
Étymologie: ἁπαλός, φρήν.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [gen. -ονος]
que es de tierno corazón ἑταίραι AP 7.403 (Marc.Arg.), cf. Clem.Al.Paed.1.5.19.
Greek Monolingual
ἁπαλόφρων, -ον (Α)
αυτός που έχει απαλά, τρυφερά αισθήματα, ήπιος.
Greek Monotonic
ἁπᾰλόφρων: -ον (φρήν), αυτός που τρέφει μειλίχια, τρυφερά αισθήματα, γλυκύς, πράος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἁπᾰλόφρων: 2, gen. ονος с нежной душой (κόρη Anth.).