ἢ τάπερ πάθομεν ἄχεα πρός γε τῶν τεκομένων → the pains which we have suffered, and, indeed, from our own parent | the pains which we have suffered, and those even from the one who brought us into the world | the pains we have suffered, and from a parent, too
ὀκτάκογχος, -ον (Μ)
αυτός που έχει οκτώ κόγχες («ὀκτάκογχος ὑδάτων δοχεῑον», Λέων Μαγ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + κόγχη / κόγχος «μικρό μέτρο για υγρά»].