φορείο
From LSJ
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
Greek Monolingual
το / φορεῑον, ΝΜΑ, και φόριον Α φορεύς
είδος φορητού καθίσματος ή κρεβατιού με το οποίο μεταφέρεται κάτι ή κάποιος από άλλους (α. «μετά το ατύχημα μεταφέρθηκε με φορείο στο νοσοκομείο» β. «ὅν χωλὸν ὄντα καὶ φορείῳ... προσκομιζόμενον», Πλούτ.)
νεοελλ.
διάταξη ή σύστημα πάνω στο οποίο εδράζεται ή κινείται μια κατασκευή (α. «φορείο αεροπλάνου» β. «φορείο μηχανήματος»)
αρχ.
1. φέρετρο
2. ζώο για μεταφορά φορτίων, υποζύγιο
3. αμοιβή ατόμου για τη μεταφορά φορτίου, κόμιστρο
4. μτφ. το ανθρώπινο σώμα («σῶμα φορεῑον ἀθανασίας», Γρηγ. Νύσσ.).