Κυκλωπικῶς
From LSJ
Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt
English (LSJ)
Adv. A like the Cyclopes, Κ. ζῆν to live an unsocial life, Arist.EN1180a28.
Greek (Liddell-Scott)
Κυκλωπικῶς: ἐπίρρ., κατὰ τὸν τρόπον τῶν Κυκλώπων, ὡς Κύκλωψ, Κ. ζῆν, ζῆν βίον ἄγριον καὶ μὴ κοινωνικόν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 13, ἑξ., Ὀδ. Ι. 106 κἑξ., καὶ ἴδε Κυκλώπειος 2.
French (Bailly abrégé)
adv.
à la manière des Cyclopes.
Étymologie: Κύκλωψ.
Greek Monotonic
Κυκλωπικῶς: επίρρ., όπως οι Κύκλωπες, Κ. ζῆν, ζω τραχιά, ακοινώτητη ζωή, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
Κυκλωπικῶς: как киклопы, по-киклопски (ζῆν Arst.).
Middle Liddell
like the Cyclopes, Κ. ζῆν to live a savage unsocial life, Arist.