αἰσχρορρήμων
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
English (LSJ)
ον, A = αἰσχρολόγος, Poll.8.80. Adv. -μόνως ib.81.
Greek (Liddell-Scott)
αἰσχρορρήμων: -ον, = αἰσχρολόγος, καὶ ἐπίρρ. -μόνως, Πολυδ. 8. 81.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [gen. -ονος]
1 que dice obscenidades, malhablado Poll.8.80, Suet.Blasph.59, Eust.Op.286.7.
2 adv. αἰσχρορρημόνως diciendo obscenidades Poll.8.81.
Greek Monolingual
(ονος), -ον (Α αἰσχρορρήμων)
ο αισχρολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσχρὸς + -ρήμων < εἴρω «λέγω, δηλώνω».
ΠΑΡ. αἰσχρορρημονῶ, αἰσχρορρημοσύνη)].