αὐτοχορήγητος
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
ον, A self-furnished, Pl.Ax.371d.
German (Pape)
[Seite 404] von selbst, ohne Anderer Zuthun ausgerüstet, εἰλαπίναι Plat. Ax. 371 d.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοχορήγητος: -ον, ἄνευ ξένης χορηγίας, εἰλαπίναι Πλάτ. Ἀξίοχ. 371D.
Spanish (DGE)
-ον
que es ofrecido espontáneamente aludiendo a las contribuciones de los coregos εἰλαπίναι αὐτοχορήγητοι festines ofrecidos espontáneamente Pl.Ax.371d.
Greek Monolingual
αὐτοχορήγητος, -ον (Α)
(για δείπνο) χωρίς ξένη χορηγία.
Russian (Dvoretsky)
αὐτοχορήγητος: устроенный в порядке добровольной хорегии (εἰλαπίναι Plat.).