τετρακόρωνος

From LSJ
Revision as of 16:20, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2")

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰκόρωνος Medium diacritics: τετρακόρωνος Low diacritics: τετρακόρωνος Capitals: ΤΕΤΡΑΚΟΡΩΝΟΣ
Transliteration A: tetrakórōnos Transliteration B: tetrakorōnos Transliteration C: tetrakoronos Beta Code: tetrako/rwnos

English (LSJ)

ον, A four times a crow's age, Hes.Fr.171.2.

German (Pape)

[Seite 1098] vier Krähenalter habend, d. i. sehr alt, Hes. frg. 50, 2.

Greek (Liddell-Scott)

τετρᾰκόρωνος: -ον, ὁ τετράκις μακροβιώτερος κορώνης, Ἡσ. Ἀποσπ. 50. 2.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που ζει τέσσερεις φορές περισσότερο από την κουρούνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -κόρωνος (< κορώνη), πρβλ. τρι-κόρωνος].

Russian (Dvoretsky)

τετρακόρωνος: живущий четыре вороньих века, т. е. очень долговечный (ἔλαφος Hes.).