τηγανίτης

From LSJ
Revision as of 12:50, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τηγανίτης Medium diacritics: τηγανίτης Low diacritics: τηγανίτης Capitals: ΤΗΓΑΝΙΤΗΣ
Transliteration A: tēganítēs Transliteration B: tēganitēs Transliteration C: tiganitis Beta Code: thgani/ths

English (LSJ)

[ῑ] (sc. ἄρτος), ου, ὁ, A pancake, Hippon.36; Asiatic Gr. for Att. ταγηνίτης acc. to Gal.6.490; = lucunculus, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1105] ὁ, ἄρτος, in der Pfanne gebackenes Brot, Hesych. ἄρτος ἔπὶ τηγάνου γεγονὼς καὶ μετὰ τυροῦ ὀπτώμενος. Vgl. Hipponax bei Ath. XIV, 645.

Greek (Liddell-Scott)

τηγᾰνίτης: ἄρτος [ῑ], ὁ, ὡς καὶ νῦν, τηγανίτης ἢ «τηγανίτα» Ἱππῶναξ. 27, πρβλ. ταγηνίας, -ίτης.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και ταγηνίτης Α
η τηγανίτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τήγανον / τάγηνον + κατάλ. -ίτης (πρβλ. ζυμ-ίτης, πιτυρ-ίτης)].