ἀφρόγαλα
From LSJ
ὁ γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire
English (LSJ)
ακτος, τό, A frothed milk, Gal.10.468.
German (Pape)
[Seite 415] τό, zu Schaum gerührte Milch, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφρόγαλα: ακτος, τό, τὸ καὶ νῦν οὕτω καλούμενον, Γαλην.
Spanish (DGE)
-ακτος, τό
espuma de leche especie de batido c. uso medic., Gal.10.468.
Greek Monolingual
και αφρόγαλο, το (Α ἀφρόγαλα)
η κρούστα από βούτυρο που σχηματίζεται στην επιφάνεια του γάλακτος, το καϊμάκι
νεοελλ.
το εκλεκτότερο τμήμα ενός πράγματος, ο αφρός.