ἰοβλέφαρος

From LSJ
Revision as of 19:11, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied

Menander, Monostichoi, 109
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰοβλέφᾰρος Medium diacritics: ἰοβλέφαρος Low diacritics: ιοβλέφαρος Capitals: ΙΟΒΛΕΦΑΡΟΣ
Transliteration A: ioblépharos Transliteration B: ioblepharos Transliteration C: iovlefaros Beta Code: i)oble/faros

English (LSJ)

Dor. ἰογλέφ-, ον, A violet-eyed, Pi.Fr.307; Χάριτες, Μοῦσαι, B.18.5, 8.3, cf. Man.5.145, Luc.Im.8.

German (Pape)

[Seite 1255] veilchen-, dunkeläugig; Aphrodite, Pind. bei Luc. imagg. 8, vgl. Imagg. 26; ἰογλέφαρος Pind. frg. 113.

Greek (Liddell-Scott)

ἰοβλέφᾰρος: Δωρ. ἰογλέφ-, ον, ἔχων βλέφαρα μὲ ἰοχρόους βλεφαρίδας Πινδ. Ἀποσπ. 113, Μανέθων 5. 145, Λουκ. Εἰκ. 8, Ὑπὲρ τῶν Εἰκόνων 26. ― Καθ’ Ἡσύχ. : «ἰοβλέφαροι· καλλιβλέφαροι».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux paupières noires, aux yeux noirs.
Étymologie: ἴον, βλέφαρον.

Greek Monolingual

ἰοβλέφαρος, δωρ. τ. ἰογλέφαρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει βλεφαρίδες με το χρώμα του ίου («ἰοβλέφαρον τὴν Ἀφροδίτην», Λουκιαν.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἰοβλέφαροι
καλλιβλέφαροι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. καλλιβλέφαρος, χρυσοβλέφαρος].

Greek Monotonic

ἰοβλέφᾰρος: -ον (ἴον, βλέφαρον), αυτός που έχει βλέφαρα με βλεφαρίδες σε χρώμα μενεξεδί (ἴον), σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἰοβλέφᾰρος: дор. ἰογλέφᾰρος 2 (ῑ) темноглазый (Ἀφροδίτη Pind., Luc.).

Middle Liddell

ἰο-βλέφᾰρος, ον [ἴον, βλέφαρον
violet-eyed, Luc.