ἰδάλιμος
From LSJ
ἄμμες δὲ γ' ἐσσόμεσθα πολλῷ κάρρονες → and we shall be better by far | we shall be sometime mightier men by far than both | sometime we shall become much better than you | so we shall be, and braver far
English (LSJ)
[ῑ], ον, (ἶδος) A causing sweat, καῦμα Hes.Op.415.
German (Pape)
[Seite 1235] = εἰδάλιμος, VLL. Schweiß erregend, καῦμα Hes. O. 417.
Greek (Liddell-Scott)
ἰδάλιμος: -ον, (ἶδος) προξενῶν ἱδρῶτα, καῦμα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 413.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui provoque la sueur.
Étymologie: ἶδος.
Greek Monolingual
ἰδάλιμος, -ον (Α)
αυτός που προκαλεί έκκριση ιδρώτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ίδος (το) «ιδρώτας», κατά τα ειδά-λιμος, κυδά-λιμος].
Greek Monotonic
ἰδάλιμος: -ον (ἶδος), αυτός που προκαλεί ιδρώτα, εφίδρωση, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
ἰδάλιμος: (ῑδᾰ) вызывающий потение, обливающий потом (καῦμα Hes.).