ἰσχυρογνωμοσύνη

From LSJ
Revision as of 12:00, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσχῡρογνωμοσύνη Medium diacritics: ἰσχυρογνωμοσύνη Low diacritics: ισχυρογνωμοσύνη Capitals: ΙΣΧΥΡΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗ
Transliteration A: ischyrognōmosýnē Transliteration B: ischyrognōmosynē Transliteration C: ischyrognomosyni Beta Code: i)sxurognwmosu/nh

English (LSJ)

ἡ, A obstinacy, Ph.1.653, J.Ap.1.22.

German (Pape)

[Seite 1273] ἡ, fester, starrer Sinn, Ios. u. a. Sp.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἰσχυρογνωμοσύνη) ισχυρογνώμων
η αδικαιολόγητη επιμονή σε μια γνώμη, το να επιμένει κάποιος αδικαιολόγητα σε μια άποψη, σε μια επιθυμία ή απαίτηση.