ἡμίδουλος
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
ον, A half-slave, E.Andr.942, Chrysipp.Stoic.2.284.
German (Pape)
[Seite 1167] ὁ, Halbsklave, Eur. Andr. 943.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίδουλος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ δοῦλος, Εὐρ. Ἀνδρ. 942, Οἰνόμ. παρ᾿ Εὐσ. Π. Ε. 255Α.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à moitié esclave.
Étymologie: ἡμι-, δοῦλος.
Greek Monolingual
ἡμίδουλος, -ον (Α)
ο κατά το ήμισυ δούλος, ο σχεδόν δούλος.
Greek Monotonic
ἡμίδουλος: -ον, ημιελεύθερος, κατά το ήμισυ δούλος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἡμίδουλος: ὁ полураб Eur.