ὀρνεοτρόφος
From LSJ
τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανερά → what woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains
English (LSJ)
ον, A = ὀρνιθοτρόφος, Cat.Cod.Astr.1.166, BGU 725.7 (615 A. D.).
German (Pape)
[Seite 382] = ὀρνιθοτρόφος (?).
Greek (Liddell-Scott)
ὀρνεοτρόφος: -ον, = ὀρνιθοτρόφος, Ψευδο-Χρυσ. τ. 10, σ. 998Β.
Greek Monolingual
ὀρνεοτρόφος, -ον (Α)
αυτός που εκτρέφει πτηνά, πτηνοτρόφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνεον + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνο-τρόφος].