ὄνειραρ
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 345] ατος, τό, = ὄναρ, ὄνειρος, Traum, von E. M. angeführt. Davon bei Hom. τὰ ὀνείρατα, als unregelmäßiger plur. zu ὄνειρος oder ὄναρ, Od. 20, 87; ἐν τὠνείρατι, Aesch. Ch. 524; ὀνειράτων ἀλίγκιοι μορφαῖσι, Prom. 446, u. öfter im gen. plur., οὑξ ὀνειράτων φόβος Ch. 916; der dat., ἐν δ' ὀνείρασιν ἐξηγειρόμην, Ag. 865, auch Prom. 658; νυκτίφοιτ' ὀνείρατα, 660; ἐν ὀνείρασιν, Eur. Alc. 3551. T. 452; ὀνείρατ' ἀγγέλλουσα, Or. 617; πέμ ψαι τάδ' ὀνείρατα, Soph. El. 452; ὀνειράτων 473; ἐν ὀνείρασιν O. R. 981; ὀνείρατα ὑπ οκρίνεσθαι, Ar. Vesp. 63; τὰ τῶν ὀνειράτων ἐχόμενα, Her. 1, 120; ἄκουε δὴ ὄναρ ἀντὶ ὀνείρατος, Plat. Theaet. 201 d; öfter im plur. ὀνείρατα, z. V. πάντῃ σχεδὸν οἷον ὀνείρατα λέγων ἢ πλάττων Legg. V, 746 a.
Greek (Liddell-Scott)
ὄνειραρ: ἴδε ἐν λ. ὄνειρος.
French (Bailly abrégé)
(τό) :
seul. gén. ὀνείρατος et plur. ὀνείρατα;
rêve, songe.
Étymologie: cf. ὄναρ, ὄνειρος.
Greek Monotonic
ὄνειραρ: -ατος, τό, βλ. ὄνειρος.