ὑπονοσέω
From LSJ
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
English (LSJ)
A to be somewhat affected (by illness), of the spleen. Hp. Morb.4.57; sicken, of a person, Id.Epid.1.3, Luc.Tox.29, Merc. Cond.42.
German (Pape)
[Seite 1227] ein wenig kränkeln, anfangen zu erkranken, Luc. Tox. 29.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπονοσέω: εἶμαι νοσώδης, νοσῶ ὀλίγων, Ἱππ. 514. 51, Λουκ. Τόξαρ 29· τὸ μὲν οὖν ὅλον ὑπενόσεον οἱ φθινώδεες οὐ τὸν φθινώδεα τρόπον Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ α΄ 941.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être un peu malade ; en gén. être malade.
Étymologie: ὑπό, νοσέω.
Greek Monotonic
ὑπονοσέω: μέλ. -ήσω, είμαι κάπως άρρωστος, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπονοσέω: прихварывать, недомогать Luc.